- ἰξεύτρια
- ἰξ-εύτρια, ἡ, fem. of ἰξευτήρ, epith. of Τύχη, Plu.2.322f:—written [full] ἰξευτηρία, ib.281e (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιξεύτρια — η (Α ἰξεύτρια) θηλ. τού ιξευτής* … Dictionary of Greek
ἰξευτρίας — ἰξευτρίᾱς , ἰξεύτρια fem acc pl ἰξευτρίᾱς , ἰξεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek